Greek

Flat
Java applet Greek translation
User: SteliosK
Date: 9/26/2009 1:36 pm
Views: 20159
Rating: 0

Here is a first go at translating the java applet's messages to Greek

         usernamePanelLabel = "Όνομα χρήστη:";
         usernamePanelText = "(Αφήστε το κενό αν θέλετε να στείλετε τα αρχεία ανώνυμα)";
       
         copyrightName = "Free Software Foundation";
         gplAccepted = "Ναί";
      
         pleaseSelect = "Παρακαλώ Επιλέξτε";
         notApplicable = "άγνωστο";
       
         genderPanelLabel = "Γένος:";
         genderSelection = new String [3];
         genderSelection[0] = Παρακαλώ Επιλέξτε; 
         genderSelection[1] = "Άνδρας";  
         genderSelection[2] = "Γυναίκα";
  
         ageRangePanelLabel = "Ηλικιακή Ομάδα:";
         ageSelection = new String [4];
         ageSelection[0] = Παρακαλώ Επιλέξτε;
         ageSelection[1] = "Νεαρός";
         ageSelection[2] = "Ενήλικας";
         ageSelection[3] = "Υπερήλικας";
  
         dialectPanelLabel = "Προφορά Διαλέκτου:";
         dialectSelection = new String [7];
         dialectSelection[0] = Παρακαλώ Επιλέξτε;  
         dialectSelection[1] = "Ελληνική Κοινή";  
         dialectSelection[2] = "Ελληνική Βορ. Ελλάδος";    // other
         dialectSelection[3] = "Ελληνική Κρητική";
         dialectSelection[4] = "Ελληνική Κύπρου";    
         dialectSelection[5] = "Ελληνική Αγγλική";
         dialectSelection[6] = "Άλλη";
      
         microphonePanelLabel = "Τύπος Μικροφώνου:";
         microphoneSelection = new String [9];
         microphoneSelection[0] = Παρακαλώ Επιλέξτε;
         microphoneSelection[1] = "Ακουστικά με ενσωμ. μικρόφωνο";  
         microphoneSelection[2] = "USB Ακουστικά με ενσωμ. μικρόφωνο"; 
         microphoneSelection[3] = "Επιτραπέζιο μικρόφωνο";
         microphoneSelection[4] = "USB επιτραπέζιο μικρόφωνο";
         microphoneSelection[5] = "Μικρόφωνο Ενσωματωμένο σε Laptop";
         microphoneSelection[6] = "Μικρόφωνο WebCam";    
         microphoneSelection[7] = "Μικρόφωνο Studio";
         microphoneSelection[8] = "Άλλο";
      
         uploadText = "<html>Κάνοντας κλικ στο κουμπί \ "Αποστολή \" , συμφωνείτε να εκχωρήσετε το δικαίωμα του δημιουργού (Copyright) για την καταγεγραμένη ομιλία σας στο <br> "
          + "Free Software Foundation, και δίνεται την άδεια σας για την υποβολή της,υπό την GNU Public Licence (\" GPL \ "):" ;

         uploadButtonLabel = "Αποστολή";
      
         moreInfoText = "Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα δημιουργού (Copyright) και το GPL επιλέξτε εδώ:";
         moreInfoButtonLabel = "Για περισσότερες πληροφορίες";  
  
         disclaimerText =
            
            "<html>VoxForge Applet Συλλογής Ομιλίας - Copyright (C) 2007 VoxForge<br>"
             +"Αυτό το πρόγμαμμα ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΚΑΜΙΑ ΕΓΓΥΗΣΗ,ούτε καν την υπονοούμενη <br> "
             +"εγγύηση ΕΜΠΟΡΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ή ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΣΚΟΠΟ.<br>"
             +"για περισσότερες πληροφορίες πατήστε το κουμπί \"Σχετικά\":";
         aboutButtonLabel = "Σχετικά";
      
         recordButton = "Εγγραφή";
         stopButton = "Στόπ";
         playButton = "Αναπαραγωγή";
       
         peakWarningLabel =  "Προειδοποίηση: Το σήμα εισόδου ίσως είναι πολύ δυνατό";
         sampleGraphFileLabel = "Αρχείο: ";
         sampleGraphLengthLabel = "  Μήκος: ";
         sampleGraphPositionLabel ="  Θέση: ";

          uploadingMessageLabel = "Αποστολή...";
         uploadCompletedMessageLabel = "Η αποστολή ολοκληρώθηκε... Ευχαριστούμε για την συμμετοχή σας!";

Re: Java applet Greek translation
User: kmaclean
Date: 9/26/2009 3:37 pm
Views: 42
Rating: 0

>Here is a first go at translating the java applet's messages to Greek

looks good...I added your translations to the app on my dev computer.

Now I just need some prompts...

There are some books on the project Gutenberg site (rather than Librivox, as I mentionned in my earlier post).  You just need to pick a title, and break up the text into 15-25 word prompt lines (no more than 200-300 lines for now), and I can use that.  If we start getting lots of submissions, we can start looking at adding more...

One question, I used "gr" to indicate the Greek portion of the VoxForge site  (which is the top level domain for Greece), but Wikipedia and Gutenberg use "el"... why are these different and which should I use? (much easier to change this now before there are any speech submissions...).

thanks,

Ken

Re: Java applet Greek translation
User: SteliosK
Date: 9/27/2009 1:25 am
Views: 28
Rating: 0

I think "el" is better. It referes to the language which is spoken both in Greece and Cyprus. The domain represents the country.

At the bottom of the message i am attaching the first 250+ lines of Greek text taken from project Gutenberg.

The book is actually a translation from "reeds in the wind" but its one of the few i found that are written in modern language. Most of the other texts are ancient tragedies and comedies (and although interesting to read) don't make a good source for material.

The source of the text is http://www.gutenberg.org/files/28658/28658-0.txt

I am not 100% sure that this is the best input we could use, but it's a start.
I was thinking of adding a few more lines containing all the numbers and a few "command and control" words "up, down left right" etc

This could help if we decide to get a Greek version of the examples and a howto. Do you think it's need it at this stage ?

Also, from a previus project, i have a database of 500.000+ Greek words.
This are words collected from varius sources, the internet mainly,lexicons etc and were used for the research on wifi security i did.
Would creating a document, made of random words chosen from the database and the released as GPL cover the legal aspects required by VoxForge ?

/* Greek text follows */

Αν και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, οι σπουδές της υπήρξαν πολύ περιορισμένες και δεν ξεπέρασαν εκείνες της τέταρτης τάξης
της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό και εχθρικό για την ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας.
Εκεί θα ζήσει μέχρι το θάνατό της (το 1936), αφοσιωμένη στο γράψιμο και στην οικογένειά της (το σύζυγο και τα δυο παιδιά της)
μακριά από τη δημοσιότητα και την κοσμική ζωή της πόλης. Η δράση σε όλα σχεδόν τα έργα της τοποθετείται στη Σαρδηνία
και περιστρέφεται γύρω από την πάλη του νέου με το παλιό, της ανερχόμενης αστικής τάξης με την αρχαϊκή, φεουδαρχική σχεδόν,
κοινωνία του νησιού, αλλά και σε ατομικό επίπεδο τη συνειδησιακή πάλη του καλού με το κακό, το διαρκή αγώνα για λύτρωση.
Τη λύτρωση όμως την κερδίζουμε κυρίως περνώντας μέσα από την αμαρτία και τον πόνο, ψυχικό και σωματικό, γιατί έτσι
αναδεικνύεται το θεϊκό μεγαλείο κι εμείς αγγίζουμε την αιωνιότητα. Οι διάλογοι, από την άλλη, είναι συχνοί και όλο ζωντάνια,
με κάποιες διαλεκτικές πινελιές εδώ κι εκεί. Ο τρόπος που εκφράζονται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αντανακλά πολλές
φορές την κοινωνική τους θέση, αλλά και τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ τους.
Δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο,
κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά
στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.
Τριάντα χρόνια κατοχής και εργασίας το είχαν κάνει δικό του και οι αιμασιές από φραγκοσυκιές που το κλείνουν από πάνω προς τα
κάτω σαν δυο γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, από το λόφο μέχρι το ποτάμι, του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.
Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε
στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού
Και ο Θεός υποσχόταν μια καλή χρονιά ή τουλάχιστον γέμιζε με λουλούδια όλες τις αμυγδαλιές και τις ροδακινιές της κοιλάδας
που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο σειρές λευκών λόφων, με τα αχνογάλαζα βουνά στο βάθος προς τη δύση και με τη θάλασσα στην ανατολή.
Η κοιλάδα σκεπασμένη με την ανοιξιάτικη βλάστηση, με νερά, με θάμνους, με λουλούδια, έδινε την εντύπωση μιας κούνιας γεμάτης
με πράσινα πέπλα και γαλάζιες κορδέλες, με το μονότονο μουρμούρισμα του ποταμού σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται.
Να ελπίζει κανείς, ναι, αλλά όχι και να έχει εμπιστοσύνη ν’ αγρυπνά σαν τις καλαμιές πάνω στο φρύδι του λόφου που σε κάθε
φύσημα του ανέμου χτυπά η μια τα φύλλα της άλλης σαν να ειδοποιούνται μεταξύ τους για τον κίνδυνο.
Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα
και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;
Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό,
εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες. Εκείνη την ώρα, ενώ το φεγγάρι ξεπρόβαλε σαν μεγάλο τριαντάφυλλο ανάμεσα στους θάμνους
του λόφου και οι φλόμοι σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους στις όχθες του ποταμού. Αρκούσε αυτό για να νοιώθει ικανοποιημένος
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια. Νόμισε πως τα αναγνώρισε: ήταν τα γρήγορα και ελαφριά βήματα
ενός παιδιού, βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα, και τα θλιβερά. Ας γίνει το θέλημα του Θεού:
εκείνος στέλνει τα καλά και τα κακά μαντάτα. Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν
κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές.
Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.
Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο στεναγμός κάποιου πουλιού•  ήταν ο αναστεναγμός
των καλαμιών και η φωνή, όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα λαχάνιασμα όλο μυστήριο
που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη. Ναι, η μέρα του δουλευτή είχε τελειώσει, άρχιζε όμως η φανταστική ζωή των
αερικών, των νεράιδων, των περιπλανώμενων ξωτικών. Τα φαντάσματα των παλιών Βαρόνων κατέβαιναν από τα χαλάσματα του κάστρου πάνω από το χωριό
Τα όπλα τους γυάλιζαν ανάμεσα στις σκλήθρες της όχθης και το ξεψυχισμένο γαύγισμα των σκυλιών από μακριά φανέρωνε το πέρασμά τους.
Το πέρασμά του έκανε τα κλαδιά και τις πέτρες να λάμπουν κάτω από το φεγγάρι και με τα κακά πνεύματα ενώνονταν κι εκείνα
των αβάπτιστων παιδιών, πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε ασημένια συννεφάκια πίσω από το φεγγάρι.
Και οι νάνοι και οι γιάνας, μικρές νεράιδες που τη μέρα μένουν στο  καμωμένο από βράχους σπίτι τους να υφαίνουν χρυσό πανί
σε χρυσούς αργαλειούς, χόρευαν στον ίσκιο των μεγάλων θάμνων της αγριελιάς, ενώ οι γίγαντες πρόβαλαν ανάμεσα από τους φεγγαρολουσμένους
βράχους των βουνών, κρατώντας από τα χαλινάρια τα τεράστια πράσινα άλογά τους που μόνο εκείνοι μπορούν να καβαλικέψουν
και κατασκόπευαν εάν εκεί κάτω, ανάμεσα στις εκτάσεις του βλαβερού φλόμου κρυβόταν κανείς δράκος ή εάν το μυθικό φίδι
που ζούσε από τα χρόνια του Χριστού ακόμη, σερνόταν πάνω στην άμμο γύρω από το βάλτο.
Τις νύχτες με φεγγάρι ιδιαίτερα, όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος δίνει ζωή στους λόφους και στις κοιλάδες. Ο άνθρωπος
δεν έχει δικαίωμα να το ενοχλήσει με την παρουσία του, έτσι όπως τα  πνεύματα τον σεβάστηκαν όσο κρατούσε η πορεία του
ήλιου. Είναι ώρα λοιπόν ν’ αποσυρθεί κανείς και να κλείσει τα μάτια κάτω από την προστασία του φύλακα αγγέλου.
Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά
και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα. Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε
στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος. Από την κωνική σκεπή,
φτιαγμένη από καλάμια και βούρλα, που σκέπαζε τους τοίχους από ξερολιθιά και είχε μια τρύπα στη μέση για να βγαίνει ο καπνός,
κρέμονταν αρμαθιές κρεμμύδια και μάτσα από αποξεραμένα βότανα, σταυροί από φοινικόφυλλα και κλαδιά από αγιασμένα βάγια,
ένα ζωγραφισμένο κερί, ένα δρεπάνι για να διώχνει τους βρικόλακες και ένα σακουλάκι κριθάρι ενάντια στις πάνας.
Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια
στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.
Σίγουρα κάποιος ερχότανε και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν
έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από  αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα.
Τράβηξε ένα κρεμμύδι από την αρμαθιά, ένα κομμάτι ψωμί από το δισάκι και ενώ το παιδί έτρωγε γελώντας και κλαίγοντας από τη
μυρωδιά του καυτερού κολατσιού, ξανάρχισαν την κουβέντα. Τα σημαντικότερα πρόσωπα του χωριού μπερδεύονταν στην κουβέντα τους.
Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί,
στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό. Ηγιαγιά μου όμως λέει
ότι η θεια έχει ένα σακουλάκι γεμάτο χρυσάφι, κρυμμένο μες στον τοίχο.Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη
και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου
του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος. Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί
Και σαν σκλάβες εκείνες έπρεπε να δουλεύουν, να ζυμώνουν, να υφαίνουν, να ράβουν, να μαγειρεύουν, να μάθουν να φυλάνε το έχει τους
και πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να σηκώνουν τα μάτια τους στους άντρες, ούτε να επιτρέπουν στον εαυτό τους να σκεφτεί κάποιον
που δε θα προοριζόταν να γίνει άντρας τους. Τα χρόνια όμως περνούσαν και γαμπρός πουθενά.
Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του.
Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.
Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του. Τσακωνόταν με όλους, και ζήλευε τόσο
τα καλά των άλλων, που όταν περνούσε πλάι από ένα όμορφο κτήμα έλεγε: «που να σας το φάνε τα δικαστήρια». Τα δικαστήρια όμως στο τέλος
έτρωγαν τα δικά του χωράφια και μια πρωτάκουστη συμφορά τον βρήκε ξαφνικά σαν θεϊκή τιμωρία για την έπαρση και τις προκαταλήψεις του.
Στο τέλος εκείνη έγραψε στις αδελφές της λέγοντάς τες ότι βρισκόταν σε σίγουρο μέρος και ότι ήταν ευχαριστημένη που έσπασε
τις αλυσίδες της. Οι αδελφές της όμως δεν τη συγχώρεσαν, δεν της απάντησαν. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του,
κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει
την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό.
Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό,
κάτω από το  σβέρκο. Οι αδελφές της δεν της συγχώρεσαν το καινούργιο της σφάλμα: το γάμο της με έναν πληβείο
που τον συνάντησε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, και δεν της απάντησαν. Μια φορά έγραψε ότι σπούδαζε, μια άλλη
φορά ότι ήθελε να πάει στο ναυτικό, και μια φορά ακόμη ότι είχε βρει δουλειά. Μετά ανήγγειλε το θάνατο του πατέρα του,
μετά το θάνατο της μητέρας του και στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία να τις επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους, εάν
εύρισκε δουλειά στο χωριό. Η μικροαπασχόλησή του στο Τελωνείο δεν του άρεσε ήταν μια ταπεινή και  κοπιαστική δουλειά, του
έτρωγε τα νιάτα. Εκείνος αγαπούσε τη φιλόπονη ζωή, βέβαια, αλλά την απλή ζωή, στον καθαρό αέρα. Όλοι τον συμβούλευαν να
πάει στο νησί της μητέρας του, για να δοκιμάσει την τύχη του με μια τίμια δουλειά.
Τον αγαπούσε, τον είχε από την αρχή αγαπήσει σαν μέλος της οικογένειας. Οι συγγενείς δε νοιάζονταν για εκείνες,αντίθετα,
τις υποτιμούσαν και τις απέφευγαν. Δεν τα κατάφερναν παρά μόνο στις δουλειές του σπιτιού και ούτε που γνώριζαν το κτηματάκι,
τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους. Οι τρεις γυναίκες ζούσαν από τα εισοδήματα του κτήματος που εκείνος καλλιεργούσε.
Γέρος πια και αδύναμος δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη τις τρεις γυναίκες.
Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του υπηρέτη τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα.
Όλα είναι φως, μια γλύκα: οι ευγενικές του κυράδες ξανανιώνουν, ξανασηκώνονται και πετούν σαν τους αετούς που ξανάβγαλαν φτερά.
Το σπίτι τους ξαναγεννιέται από τα ερείπιά του και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του
και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται.
Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα. Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε
αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια.
Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι
φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να
μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα
πουλί που μεταναστεύει. Ένοιωθε ν’ αφήνει εκεί πάνω το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η μοναξιά,
το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο, και ανηφορίζοντας τη δημοσιά που περνούσε ανάμεσα από ρείκια, βούρλα και χαμηλές σκλήθρες
στο μήκος του ποταμού, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, με το μικρό μάλλινο δισάκι στον ώμο και με ένα μπαστούνι
από κουφοξυλιά στο χέρι, να κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον κόσμο. Ας γίνει όμως το θέλημα του Θεού και ας προχωρήσουμε.
Να που ανοίγει ξαφνικά η κοιλάδα και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα
ερείπια του Κάστρου. Από ένα μαύρο τείχος ένα γαλάζιο παράθυρο ανοιχτό, όμοιο με το μάτι του παρελθόντος, κοιτάζει το μελαγχολικό
τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που ανατέλλει, την κυματιστή πεδιάδα με τα γκρίζα στίγματα της άμμου και τα κιτρινωπά βουρλοτόπια,
την πρασινωπή φλέβα του ποταμού, τα λευκά χωριουδάκια με το καμπαναριό στη μέση σαν το στύλο μες στο άνθος, τα βουναλάκια
πάνω από τα μικρά χωριά  και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά.  Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει
όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού
και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται
μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης. Μακριοί μαντρότοιχοι κατεστραμμένοι, χαμόσπιτα χωρίς σκεπή, τοίχοι γδαρμένοι,
απομεινάρια από αυλές και φράχτες, τρώγλες άθικτες πιο μελαγχολικές και από τα ίδια τα ερείπια συνοδεύουν τους ανηφορικούς
δρόμους, στρωμένους καταμεσής με μεγάλους λίθους. Σκόρπιες εδώ κι εκεί πέτρες ηφαιστείου μαρτυρούν για την καταστροφή
που χτύπησε την αρχαία πόλη και σκόρπισε τους κατοίκους της. Μερικά καινούργια σπίτια κάνουν δειλά την εμφάνισή τους μέσα σε όλη αυτή
την κατάπτωση και ροδιές, χαρουπιές, συστάδες από φραγκοσυκιές και φοινικιές δίνουν μια ποιητική νότα στο θλιβερό τοπίο.
Τρεις μικρές πόρτες βρίσκονταν κάτω από ένα ξύλινο μπαλκόνι που περιέβαλλε όλο το επάνω πάτωμα του σπιτιού και όπου ανέβαινε κανείς
από μια εξωτερική σκάλα σε κακή κατάσταση. Μια μαυρισμένη τριχιά, δεμένη και στερεωμένη σε πασσάλους καρφωμένους στις γωνίες των σκαλοπατιών
είχε πάρει τη θέση της κατεστραμμένης κουπαστής της σκάλας. Οι πόρτες, τα υποστυλώματα και το κάγκελο του μπαλκονιού ήταν φτιαγμένα
από ξύλο λεπτοσκαλισμένο. Όλα όμως ήταν ετοιμόρροπα και το ξύλο σαρακοφαγωμένο, μαυρισμένο, λες και θα γινόταν σκόνη με το
παραμικρό χτύπημα, σαν να το κομμάτιασε αόρατο τρυπάνι. Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι
γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της
άστραψαν από χαρά. Ακόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά.
Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού
πρασίνιζε στο βάθος το βουνό. Πάνω στους γυμνούς κοκκινωπούς τοίχους φαίνονταν ακόμη τα ίχνη από τις χάλκινες κατσαρόλες
που δεν υπήρχαν πια και τα λεία και γυαλιστερά κρεμαστάρια όπου κάποτε κρεμούσαν τις σέλλες, τα δισάκια, τα όπλα,
έμοιαζε να είχαν απομείνει εκεί σαν ενθύμια.  Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω,
λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο. Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής,
θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της!
Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.
Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα
αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες,
με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο
και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου. Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του
πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο.
Λόγια διαμαρτυρίας της έρχονταν στα χείλη και παρ’ όλο που κατόρθωνε πάντα να συγκρατιέται μπροστά στον υπηρέτη, που φαίνεται
πως δεν του έδινε και πολύ σημασία, αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να μην τον αντικρούσει. Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε.
Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του. Έμεινε στο χωριό όλη την μέρα. Ανησυχούσε για το κτήμα – αν και την εποχή εκείνη
λίγα πράγματα ήταν εκείνα που θα μπορούσε να κλέψει κανείς – αλλά του φαινόταν ότι μια κρυφή διχόνοια ταλάνιζε τις κυράδες του
και δεν ήθελε να φύγει εάν προηγουμένως δεν τις έβλεπε φιλιωμένες. Η εκκλησία ερειπωνόταν. Όλα εκεί μέσα ήταν γκρίζα, υγρά και
σκονισμένα. Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια
των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών,
που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι,
ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας.
Και η προσευχή ηχούσε αργόσυρτη και μονότονη και έμοιαζε να πάλλεται μακριά, πέρα από τον χρόνο. Η λειτουργία ήταν
για τα σαράντα κάποιου και ένα μαύρο ύφασμα με χρυσές φράντζες σκέπαζε το κάγκελο του ιερού. Ο παπάς ντυμένος στα άσπρα και μαύρα
έστρεφε αργά με υψωμένα τα χέρια, με δυο ακτίνες  φωτός να τον περιβάλλουν, που λες και ξεπηδούσαν από το κεφάλι του,
όμοιο μ’ εκείνο ενός προφήτη. Αν δεν υπήρχε ο ήχος από το καμπανάκι του μικρού νεωκόρου που λες και έδιωχνε από τριγύρω τα πνεύματα,
Είναι η φιγούρα της Μαγδαληνής που, όπως λένε, έγινε εκ του φυσικού: η αγάπη, η θλίψη, οι τύψεις και η ελπίδα γελούν και
κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικραμένο στόμα της. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν
περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού. Της φαίνεται πως είναι ακόμη κοριτσάκι,
επάνω στο μπαλκόνι του ιερέα, μια βραδιά του Μάη. Ολόγιομο το χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη θάλασσα και όλος ο κόσμος μοιάζει
να είναι από χρυσάφι και μαργαριτάρια.  Το ακορντεόν με τους παραπονιάρικους ήχους του γεμίζει την αυλή που την φωτίζει η
φωτιά από τα κιτρινόξυλα με την κοκκινωπή της λάμψη και προβάλλει επάνω στο γκρίζο του τοίχου την ευκίνητη και μελαχρινή φιγούρα
του μουζικάντη, τα βιολετί πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που χορεύουν χορούς της Σαρδηνίας.Οι σκιές κινούνται αλλόκοτες
πάνω στην ποδοπατημένη χλόη και στους τοίχους της εκκλησίας. Λάμπουν τα χρυσά κουμπιά, τα ασημένια σιρίτια από τις στολές,
τα τάστα του ακορντεόν. Όλα τα άλλα χάνονται μέσα στο μαργαριταρένιο μισοσκόταδο της φεγγαρόφωτης νύχτας.
Η Νοέμι δεν θυμόταν να είχε πάρει ποτέ ενεργό μέρος στο πανηγύρι, ενώ οι μεγαλύτερες αδελφές της γελούσαν και διασκέδαζαν.
Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της.
Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή.
Όλα ήταν σε τάξη εκεί μέσα: επάνω μερικά φθαρμένα παπλώματα, μεταξωτά χαλιά, μάλλινες κουβέρτες που από την πολλή χρήση είχαν πάρει το κίτρινο χρώμα του κρόκου, πιο κάτω τα ασπρόρουχα που μύριζαν κυδώνι και κάνιστρα φτιαγμένα από
ασφόδελο και βούρλα που στο κιτρινωπό τους φόντο διαγράφονταν σχέδια σε μαύρο χρώμα βάζων, ψαριών και ειδωλίων της
πρωτόγονης τέχνης της Σαρδηνίας. Τελικά το αποφάσισε και τράβηξε το γράμμα από το πάκο των χαρτιών. Ήταν λευκό ακόμα
μέσα στο λευκό φάκελο, σαν να το είχαν γράψει χθες και να μην το είχε διαβάσει κανείς. Ακόμη τα χτυπήματα αντηχούσαν
μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη,
ψηλός και χλωμός,ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών,
στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο. Μόλις είδε την Νοέμι έβγαλε το σκούφο του που άφησε τα χνάρια του
πάνω στα πυκνά του μαλλιά που χρύσιζαν και της χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη.
Του φαινόταν να αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν. Να το υπόστεγο της αυλής που τόσες φορές έφερνε στο νου της η μητέρα του.
Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη.
Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν
αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο,
απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο,
σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.Ένα αγόρι έπαιζε το ακορντεόν, αλλά οι πιστοί,
που μόλις είχαν βγει από την παράκληση και προετοίμαζαν το δείπνο ή έτρωγαν ήδη μέσα στις καλύβες, δεν το αποφάσιζαν ν’ αρχίσουν
το χορό. Ήταν ακόμη νωρίς στον φωτεινό ουρανό του δειλινού ξεχώριζαν τα πρώτα αστέρια και πίσω από τον πυργίσκο του μπαλκονιού το
λιόγερμα κοκκίνιζε σβήνοντας λίγο λίγο. Γαλήνη βασίλευε στο αυτοσχέδιο χωριό και οι νότες του ακορντεόν, οι φωνές και τα γέλια
μέσα στις καλύβες των προσκυνητών έμοιαζε να έρχονται από μακριά. Εδώ κι εκεί μπροστά σε μικρές φωτιές αναμμένες
κατά μήκος των  τοίχων έσκυβε η μαύρη φιγούρα καμιάς γυναίκας που μαγείρευε. Οι άντρες, που είχαν έρθει την παραμονή
για να μεταφέρουν τις οικοσκευές, είχαν κιόλας φύγει με τα κάρα και τα άλογά τους. Έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι, τα μικρά
και μερικοί έφηβοι και όλοι αυτοί, παρ’ όλο που πίστευαν πως ήταν εκεί για μετάνοια, προσπαθούσαν να διασκεδάσουν
όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ξαφνικά το σκυλί του παπά, αφού γαύγισε επάνω στο μπαλκόνι, έτρεξε αλυχτώντας έξω από την αυλή
και οι γυναίκες σταμάτησαν να πειράζονται μεταξύ τους και πήγαν να δουν. Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά
και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της
έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας
Μερικές γυναίκες είχαν κιόλας μαζευτεί γύρω από τον οργανοπαίχτη, απλώνοντας τα χέρια για ν’ αρχίσουν το χορό.
Τα κουμπιά των κορσέδων τους σπίθιζαν στη λάμψη της φωτιάς, οι σκιές τους διασταυρώνονταν πάνω στο γκριζωπό έδαφος. Σιγά
σιγά μπήκαν στη σειρά πιασμένες από τα χέρια και σήκωσαν τα πόδια ξεκινώντας τα πρώτα βήματα του χορού. Ήταν όμως άκαμπτες
και δισταχτικές και έμοιαζε να υποβαστάζουν η μια την άλλη. Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να συνδέει τις γυναίκες διεγείροντάς τες με τρόπο
κόσμιο και φλογερό. Η σειρά των γυναικών άρχισε να διπλώνεται σχηματίζοντας αργά έναν κύκλο. Κάθε τόσο μια γυναίκα έμπαινε στο χορό
έλυνε τα χέρια από δυο διπλανές και τα ένωνε με τα δικά της και έτσι μεγάλωνε η κόκκινη και μαύρη γιρλάντα πίσω από την οποία κινιόταν
το κρόσσι των σκιών. Και τα πόδια σηκώνονταν όλο και πιο γρήγορα, χτυπούσαν το ένα το άλλο και ταρακουνούσαν τη γη λες
και ήθελαν να την βγάλουν από την ακινησία της. Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη
από το στόμα τους. Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής
σταμάτησε αναποφάσιστος. Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα
παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του. Το μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από
τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος.
Δεν γνώριζε ούτε τα δέντρα ούτε τα χόρτα δεν ήξερε ότι τα ποτάμια ξεχειλίζουν την άνοιξη! Να η γραμμή σπαρμένη με ρεβίθια
που κιτρίνιζαν ήδη μέσα στον αιχμηρό τους λοβό. Να οι ντοματιές που σχηματίζουν φράχτη κατά μήκος της υγρής αυλακιάς,
να ένα χωραφάκι από νάρκισσους λες, αλλά είναι από πατάτες, να τα κρεμμυδάκια που σαλεύουν με το αεράκι σαν να είναι ασφόδελοι,
να και τα λάχανα αυλακωμένα από πράσινες, φωτεινές κάμπιες. Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί,
κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας,
οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν.
Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά. Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές
έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου,
περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη
και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι. Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά
και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι
με μεταξωτά σκεπάσματα. Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή
και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε:
ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας,
του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής. Τους διέκριναν πράγματι από μακριά, ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και ωχρός,
εκείνη μικρόσωμη και μελαχρινή, και οι δυο να κουβαλάνε τους κουβάδες που άστραφταν και πότε πότε χτυπούσαν ο ένας στον άλλο
και το νερό ξεχειλίζοντας ανακατευόταν και έσταζε. Φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν τους κουβάδες και γελούσαν.
Οι ζητιάνοι σε παράταξη στις άκριες του δρόμου. Φιγούρες καθισμένες ανακούρκουδα, ωχρόφαιες και μαβιές, μερικές με φοβερά μάτια λευκά,
άλλες με κόκκινες πληγές και μελανά αποστήματα, με γυμνά τα στήθη σαν γδαρμένα, με τα μπράτσα και τα ψαχουλευτά δάχτυλα μαυρισμένα
σαν καμένα κλαδιά, διαγράφονταν μεταξύ των  θάμνων με φόντο τη γαλάζια και λευκή γραμμή του ορίζοντα. Πέρα όμως, μακριά,
το μάτι ξάνοιγε στο πράσινο και οι ομάδες των αλόγων και των πουλαριών έδιναν μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στο τοπίο.
Ο ήχος του ακορντεόν έφτανε μέχρι εκεί πάνω. Η μουσική, χαρούμενη και αισθησιακή, καλούσε στο χορό, μερικές φορές όμως άλλαζε στο παράπονο,
σαν να την κούραζε η χαρά, σαν να ανακαλούσε με νοσταλγία την απόλαυση που περνά και να θρηνούσε για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων.
Τότε  και τα μελαγχολικά μάτια των φοράδων ακόμη έμοιαζε να τα πλημμυρίζει μια νοσταλγική γλυκύτητα.



 

 

 

Re: Java applet Greek translation
User: SteliosK
Date: 9/27/2009 1:27 am
Views: 15
Rating: 0

I think "el" is better. It referes to the language which is spoken both in Greece and Cyprus. The domain represents the country.

At the bottom of the message i am attaching the first 250+ lines of Greek text taken from project Gutenberg.

The book is actually a translation from "reeds in the wind" but its one of the few i found that are written in modern language. Most of the other texts are ancient tragedies and comedies (and although interesting to read) don't make a good source for material.

The source of the text is http://www.gutenberg.org/files/28658/28658-0.txt

I am not 100% sure that this is the best input we could use, but it's a start.
I was thinking of adding a few more lines containing all the numbers and a few "command and control" words "up, down left right" etc

This could help if we decide to get a Greek version of the examples and a howto. Do you think it's need it at this stage ?

Also, from a previus project, i have a database of 500.000+ Greek words.
This are words collected from varius sources, the internet mainly,lexicons etc and were used for the research on wifi security i did.
Would creating a document, made of random words chosen from the database and the released as GPL cover the legal aspects required by VoxForge ?

/* Greek text follows */

Αν και καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, οι σπουδές της υπήρξαν πολύ περιορισμένες και δεν ξεπέρασαν εκείνες της τέταρτης τάξης
της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό και εχθρικό για την ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας.
Εκεί θα ζήσει μέχρι το θάνατό της (το 1936), αφοσιωμένη στο γράψιμο και στην οικογένειά της (το σύζυγο και τα δυο παιδιά της)
μακριά από τη δημοσιότητα και την κοσμική ζωή της πόλης. Η δράση σε όλα σχεδόν τα έργα της τοποθετείται στη Σαρδηνία
και περιστρέφεται γύρω από την πάλη του νέου με το παλιό, της ανερχόμενης αστικής τάξης με την αρχαϊκή, φεουδαρχική σχεδόν,
κοινωνία του νησιού, αλλά και σε ατομικό επίπεδο τη συνειδησιακή πάλη του καλού με το κακό, το διαρκή αγώνα για λύτρωση.
Τη λύτρωση όμως την κερδίζουμε κυρίως περνώντας μέσα από την αμαρτία και τον πόνο, ψυχικό και σωματικό, γιατί έτσι
αναδεικνύεται το θεϊκό μεγαλείο κι εμείς αγγίζουμε την αιωνιότητα. Οι διάλογοι, από την άλλη, είναι συχνοί και όλο ζωντάνια,
με κάποιες διαλεκτικές πινελιές εδώ κι εκεί. Ο τρόπος που εκφράζονται τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αντανακλά πολλές
φορές την κοινωνική τους θέση, αλλά και τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ τους.
Δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο,
κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά
στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.
Τριάντα χρόνια κατοχής και εργασίας το είχαν κάνει δικό του και οι αιμασιές από φραγκοσυκιές που το κλείνουν από πάνω προς τα
κάτω σαν δυο γκρίζοι τοίχοι που σέρνονται από πεζούλα σε πεζούλα, από το λόφο μέχρι το ποτάμι, του φαίνονται να είναι τα σύνορα του κόσμου.
Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε
στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού
Και ο Θεός υποσχόταν μια καλή χρονιά ή τουλάχιστον γέμιζε με λουλούδια όλες τις αμυγδαλιές και τις ροδακινιές της κοιλάδας
που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο σειρές λευκών λόφων, με τα αχνογάλαζα βουνά στο βάθος προς τη δύση και με τη θάλασσα στην ανατολή.
Η κοιλάδα σκεπασμένη με την ανοιξιάτικη βλάστηση, με νερά, με θάμνους, με λουλούδια, έδινε την εντύπωση μιας κούνιας γεμάτης
με πράσινα πέπλα και γαλάζιες κορδέλες, με το μονότονο μουρμούρισμα του ποταμού σαν εκείνο ενός μικρού παιδιού που αποκοιμιέται.
Να ελπίζει κανείς, ναι, αλλά όχι και να έχει εμπιστοσύνη ν’ αγρυπνά σαν τις καλαμιές πάνω στο φρύδι του λόφου που σε κάθε
φύσημα του ανέμου χτυπά η μια τα φύλλα της άλλης σαν να ειδοποιούνται μεταξύ τους για τον κίνδυνο.
Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα
και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;
Να εκεί κάτω στο γαλάζιο ορίζοντα του δειλινού το εκκλησάκι της και ο περίβολος από καλύβες ήρεμος σαν προϊστορικό χωριό,
εγκαταλειμμένο εκεί από αιώνες. Εκείνη την ώρα, ενώ το φεγγάρι ξεπρόβαλε σαν μεγάλο τριαντάφυλλο ανάμεσα στους θάμνους
του λόφου και οι φλόμοι σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους στις όχθες του ποταμού. Αρκούσε αυτό για να νοιώθει ικανοποιημένος
Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια. Νόμισε πως τα αναγνώρισε: ήταν τα γρήγορα και ελαφριά βήματα
ενός παιδιού, βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα, και τα θλιβερά. Ας γίνει το θέλημα του Θεού:
εκείνος στέλνει τα καλά και τα κακά μαντάτα. Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν
κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές.
Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.
Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο στεναγμός κάποιου πουλιού•  ήταν ο αναστεναγμός
των καλαμιών και η φωνή, όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα λαχάνιασμα όλο μυστήριο
που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη. Ναι, η μέρα του δουλευτή είχε τελειώσει, άρχιζε όμως η φανταστική ζωή των
αερικών, των νεράιδων, των περιπλανώμενων ξωτικών. Τα φαντάσματα των παλιών Βαρόνων κατέβαιναν από τα χαλάσματα του κάστρου πάνω από το χωριό
Τα όπλα τους γυάλιζαν ανάμεσα στις σκλήθρες της όχθης και το ξεψυχισμένο γαύγισμα των σκυλιών από μακριά φανέρωνε το πέρασμά τους.
Το πέρασμά του έκανε τα κλαδιά και τις πέτρες να λάμπουν κάτω από το φεγγάρι και με τα κακά πνεύματα ενώνονταν κι εκείνα
των αβάπτιστων παιδιών, πνεύματα λευκά που πετούσαν στον αέρα και μεταμορφώνονταν σε ασημένια συννεφάκια πίσω από το φεγγάρι.
Και οι νάνοι και οι γιάνας, μικρές νεράιδες που τη μέρα μένουν στο  καμωμένο από βράχους σπίτι τους να υφαίνουν χρυσό πανί
σε χρυσούς αργαλειούς, χόρευαν στον ίσκιο των μεγάλων θάμνων της αγριελιάς, ενώ οι γίγαντες πρόβαλαν ανάμεσα από τους φεγγαρολουσμένους
βράχους των βουνών, κρατώντας από τα χαλινάρια τα τεράστια πράσινα άλογά τους που μόνο εκείνοι μπορούν να καβαλικέψουν
και κατασκόπευαν εάν εκεί κάτω, ανάμεσα στις εκτάσεις του βλαβερού φλόμου κρυβόταν κανείς δράκος ή εάν το μυθικό φίδι
που ζούσε από τα χρόνια του Χριστού ακόμη, σερνόταν πάνω στην άμμο γύρω από το βάλτο.
Τις νύχτες με φεγγάρι ιδιαίτερα, όλο εκείνο το μυστηριώδες πλήθος δίνει ζωή στους λόφους και στις κοιλάδες. Ο άνθρωπος
δεν έχει δικαίωμα να το ενοχλήσει με την παρουσία του, έτσι όπως τα  πνεύματα τον σεβάστηκαν όσο κρατούσε η πορεία του
ήλιου. Είναι ώρα λοιπόν ν’ αποσυρθεί κανείς και να κλείσει τα μάτια κάτω από την προστασία του φύλακα αγγέλου.
Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά
και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα. Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε
στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος. Από την κωνική σκεπή,
φτιαγμένη από καλάμια και βούρλα, που σκέπαζε τους τοίχους από ξερολιθιά και είχε μια τρύπα στη μέση για να βγαίνει ο καπνός,
κρέμονταν αρμαθιές κρεμμύδια και μάτσα από αποξεραμένα βότανα, σταυροί από φοινικόφυλλα και κλαδιά από αγιασμένα βάγια,
ένα ζωγραφισμένο κερί, ένα δρεπάνι για να διώχνει τους βρικόλακες και ένα σακουλάκι κριθάρι ενάντια στις πάνας.
Στο φύσημα του ανέμου έτρεμε όλο το καλύβι και η αραχνιές γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Καταγής αναπαυόταν η στάμνα με τα χερούλια
στα πλευρά και η χύτρα αναποδογυρισμένη κοιμόταν πλάι της. Του φαινόταν πάντα ότι άκουγε θόρυβο από παιδικά βήματα.
Σίγουρα κάποιος ερχότανε και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν
έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από  αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα.
Τράβηξε ένα κρεμμύδι από την αρμαθιά, ένα κομμάτι ψωμί από το δισάκι και ενώ το παιδί έτρωγε γελώντας και κλαίγοντας από τη
μυρωδιά του καυτερού κολατσιού, ξανάρχισαν την κουβέντα. Τα σημαντικότερα πρόσωπα του χωριού μπερδεύονταν στην κουβέντα τους.
Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί,
στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό. Ηγιαγιά μου όμως λέει
ότι η θεια έχει ένα σακουλάκι γεμάτο χρυσάφι, κρυμμένο μες στον τοίχο.Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη
και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου
του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος. Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί
Και σαν σκλάβες εκείνες έπρεπε να δουλεύουν, να ζυμώνουν, να υφαίνουν, να ράβουν, να μαγειρεύουν, να μάθουν να φυλάνε το έχει τους
και πάνω απ’ όλα δεν έπρεπε να σηκώνουν τα μάτια τους στους άντρες, ούτε να επιτρέπουν στον εαυτό τους να σκεφτεί κάποιον
που δε θα προοριζόταν να γίνει άντρας τους. Τα χρόνια όμως περνούσαν και γαμπρός πουθενά.
Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του.
Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.
Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του. Τσακωνόταν με όλους, και ζήλευε τόσο
τα καλά των άλλων, που όταν περνούσε πλάι από ένα όμορφο κτήμα έλεγε: «που να σας το φάνε τα δικαστήρια». Τα δικαστήρια όμως στο τέλος
έτρωγαν τα δικά του χωράφια και μια πρωτάκουστη συμφορά τον βρήκε ξαφνικά σαν θεϊκή τιμωρία για την έπαρση και τις προκαταλήψεις του.
Στο τέλος εκείνη έγραψε στις αδελφές της λέγοντάς τες ότι βρισκόταν σε σίγουρο μέρος και ότι ήταν ευχαριστημένη που έσπασε
τις αλυσίδες της. Οι αδελφές της όμως δεν τη συγχώρεσαν, δεν της απάντησαν. Πουλούσε τα απομεινάρια της περιουσίας του,
κακομεταχειριζόταν τον υπηρέτη, ενοχλούσε όλον τον κόσμο με τους καυγάδες του, ταξίδευε πάντα με την ελπίδα να ανταμώσει
την κόρη του και να την ξαναφέρει στο σπίτι. Ένα πρωί βρέθηκε νεκρός στη δημοσιά, πάνω στη γέφυρα, μετά το χωριό.
Πρέπει να είχε πεθάνει από συγκοπή, επειδή δεν είχε κανένα ίχνος βίας επάνω του, μόνο μια μικρή πράσινη κηλίδα στο λαιμό,
κάτω από το  σβέρκο. Οι αδελφές της δεν της συγχώρεσαν το καινούργιο της σφάλμα: το γάμο της με έναν πληβείο
που τον συνάντησε κάτω από εκείνες τις θλιβερές συνθήκες, και δεν της απάντησαν. Μια φορά έγραψε ότι σπούδαζε, μια άλλη
φορά ότι ήθελε να πάει στο ναυτικό, και μια φορά ακόμη ότι είχε βρει δουλειά. Μετά ανήγγειλε το θάνατο του πατέρα του,
μετά το θάνατο της μητέρας του και στο τέλος εξέφρασε την επιθυμία να τις επισκεφθεί και να μείνει μαζί τους, εάν
εύρισκε δουλειά στο χωριό. Η μικροαπασχόλησή του στο Τελωνείο δεν του άρεσε ήταν μια ταπεινή και  κοπιαστική δουλειά, του
έτρωγε τα νιάτα. Εκείνος αγαπούσε τη φιλόπονη ζωή, βέβαια, αλλά την απλή ζωή, στον καθαρό αέρα. Όλοι τον συμβούλευαν να
πάει στο νησί της μητέρας του, για να δοκιμάσει την τύχη του με μια τίμια δουλειά.
Τον αγαπούσε, τον είχε από την αρχή αγαπήσει σαν μέλος της οικογένειας. Οι συγγενείς δε νοιάζονταν για εκείνες,αντίθετα,
τις υποτιμούσαν και τις απέφευγαν. Δεν τα κατάφερναν παρά μόνο στις δουλειές του σπιτιού και ούτε που γνώριζαν το κτηματάκι,
τελευταίο απομεινάρι της περιουσίας τους. Οι τρεις γυναίκες ζούσαν από τα εισοδήματα του κτήματος που εκείνος καλλιεργούσε.
Γέρος πια και αδύναμος δεν έπαυε όμως να είναι άντρας και αρκούσε η σκιά του για να προστατεύει ακόμη τις τρεις γυναίκες.
Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του υπηρέτη τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα.
Όλα είναι φως, μια γλύκα: οι ευγενικές του κυράδες ξανανιώνουν, ξανασηκώνονται και πετούν σαν τους αετούς που ξανάβγαλαν φτερά.
Το σπίτι τους ξαναγεννιέται από τα ερείπιά του και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.
Και σ’ εκείνον, τον κακόμοιρο υπηρέτη, δε μένει παρά να αποσυρθεί για το υπόλοιπο της ζωής του στο κτηματάκι, ν’ απλώσει την ψάθα του
και ν’ αναπαυθεί με τη βοήθεια του Θεού, ενώ μες στη σιγαλιά της νύχτας οι καλαμιές ψιθυρίζουν την προσευχή της γης που αποκοιμιέται.
Την αυγή έφυγε αφήνοντας πίσω του το αγόρι να φυλάει το κτήμα. Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε
αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια.
Κάθε τόσο σταματούσε και γύριζε να κοιτάξει το κτηματάκι που ήταν καταπράσινο ανάμεσα στους δυο τοίχους που σχημάτιζαν οι
φραγκοσυκιές και το καλύβι εκεί πάνω, μαύρο ανάμεσα στο γλαυκό των καλαμιών και στο λευκό του βράχου, του φαινόταν να
μοιάζει με φωλιά, μια πραγματική φωλιά. Κάθε φορά που έφευγε από εκεί το κοίταζε έτσι, τρυφερά και μελαγχολικά, σαν ένα
πουλί που μεταναστεύει. Ένοιωθε ν’ αφήνει εκεί πάνω το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του, τη δύναμη που δίνει η μοναξιά,
το ξεμονάχιασμα από τον κόσμο, και ανηφορίζοντας τη δημοσιά που περνούσε ανάμεσα από ρείκια, βούρλα και χαμηλές σκλήθρες
στο μήκος του ποταμού, του φαινόταν πως είναι προσκυνητής, με το μικρό μάλλινο δισάκι στον ώμο και με ένα μπαστούνι
από κουφοξυλιά στο χέρι, να κατευθύνεται σ’ έναν τόπο  μετάνοιας: στον κόσμο. Ας γίνει όμως το θέλημα του Θεού και ας προχωρήσουμε.
Να που ανοίγει ξαφνικά η κοιλάδα και στην απότομη κορυφή ενός λόφου, όμοιου με έναν τεράστιο σωρό από χαλάσματα, εμφανίζονται τα
ερείπια του Κάστρου. Από ένα μαύρο τείχος ένα γαλάζιο παράθυρο ανοιχτό, όμοιο με το μάτι του παρελθόντος, κοιτάζει το μελαγχολικό
τριανταφυλλί πανόραμα του ήλιου που ανατέλλει, την κυματιστή πεδιάδα με τα γκρίζα στίγματα της άμμου και τα κιτρινωπά βουρλοτόπια,
την πρασινωπή φλέβα του ποταμού, τα λευκά χωριουδάκια με το καμπαναριό στη μέση σαν το στύλο μες στο άνθος, τα βουναλάκια
πάνω από τα μικρά χωριά  και στο βάθος το σύννεφο βαμμένο μαβί και χρυσό στα βουνά.  Ο ήλιος από το πλάι κάνει ν’ αστράφτει
όλη η πεδιάδα∙ σε κάθε βούρλο και από μια ασημένια κλωστή, από τον θάμνο κάθε φλόμου ξεχύνεται το τιττύβισμα κάποιου πουλιού
και να ο λευκοπράσινος κώνος του βουνού Γκάλτε με λωρίδες σκιάς και φωτός, και στoυς πρόποδές του το χωριό που μοιάζει ν’ αποτελείται
μόνο από τα ερείπια της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης. Μακριοί μαντρότοιχοι κατεστραμμένοι, χαμόσπιτα χωρίς σκεπή, τοίχοι γδαρμένοι,
απομεινάρια από αυλές και φράχτες, τρώγλες άθικτες πιο μελαγχολικές και από τα ίδια τα ερείπια συνοδεύουν τους ανηφορικούς
δρόμους, στρωμένους καταμεσής με μεγάλους λίθους. Σκόρπιες εδώ κι εκεί πέτρες ηφαιστείου μαρτυρούν για την καταστροφή
που χτύπησε την αρχαία πόλη και σκόρπισε τους κατοίκους της. Μερικά καινούργια σπίτια κάνουν δειλά την εμφάνισή τους μέσα σε όλη αυτή
την κατάπτωση και ροδιές, χαρουπιές, συστάδες από φραγκοσυκιές και φοινικιές δίνουν μια ποιητική νότα στο θλιβερό τοπίο.
Τρεις μικρές πόρτες βρίσκονταν κάτω από ένα ξύλινο μπαλκόνι που περιέβαλλε όλο το επάνω πάτωμα του σπιτιού και όπου ανέβαινε κανείς
από μια εξωτερική σκάλα σε κακή κατάσταση. Μια μαυρισμένη τριχιά, δεμένη και στερεωμένη σε πασσάλους καρφωμένους στις γωνίες των σκαλοπατιών
είχε πάρει τη θέση της κατεστραμμένης κουπαστής της σκάλας. Οι πόρτες, τα υποστυλώματα και το κάγκελο του μπαλκονιού ήταν φτιαγμένα
από ξύλο λεπτοσκαλισμένο. Όλα όμως ήταν ετοιμόρροπα και το ξύλο σαρακοφαγωμένο, μαυρισμένο, λες και θα γινόταν σκόνη με το
παραμικρό χτύπημα, σαν να το κομμάτιασε αόρατο τρυπάνι. Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι
γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της
άστραψαν από χαρά. Ακόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά.
Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού
πρασίνιζε στο βάθος το βουνό. Πάνω στους γυμνούς κοκκινωπούς τοίχους φαίνονταν ακόμη τα ίχνη από τις χάλκινες κατσαρόλες
που δεν υπήρχαν πια και τα λεία και γυαλιστερά κρεμαστάρια όπου κάποτε κρεμούσαν τις σέλλες, τα δισάκια, τα όπλα,
έμοιαζε να είχαν απομείνει εκεί σαν ενθύμια.  Ένα από αυτά σκαρφάλωνε στον τοίχο και από εκεί πρόβαλε προς τα έξω,
λες και ήθελε να δει τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο. Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής,
θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της!
Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.
Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα
αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες,
με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο
και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου. Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του
πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο.
Λόγια διαμαρτυρίας της έρχονταν στα χείλη και παρ’ όλο που κατόρθωνε πάντα να συγκρατιέται μπροστά στον υπηρέτη, που φαίνεται
πως δεν του έδινε και πολύ σημασία, αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να μην τον αντικρούσει. Δεν μετάνιωσε όμως που την έδωσε.
Πολλές άλλες ευθύνες είχε αναλάβει στη ζωή του. Έμεινε στο χωριό όλη την μέρα. Ανησυχούσε για το κτήμα – αν και την εποχή εκείνη
λίγα πράγματα ήταν εκείνα που θα μπορούσε να κλέψει κανείς – αλλά του φαινόταν ότι μια κρυφή διχόνοια ταλάνιζε τις κυράδες του
και δεν ήθελε να φύγει εάν προηγουμένως δεν τις έβλεπε φιλιωμένες. Η εκκλησία ερειπωνόταν. Όλα εκεί μέσα ήταν γκρίζα, υγρά και
σκονισμένα. Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια
των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών,
που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι,
ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας.
Και η προσευχή ηχούσε αργόσυρτη και μονότονη και έμοιαζε να πάλλεται μακριά, πέρα από τον χρόνο. Η λειτουργία ήταν
για τα σαράντα κάποιου και ένα μαύρο ύφασμα με χρυσές φράντζες σκέπαζε το κάγκελο του ιερού. Ο παπάς ντυμένος στα άσπρα και μαύρα
έστρεφε αργά με υψωμένα τα χέρια, με δυο ακτίνες  φωτός να τον περιβάλλουν, που λες και ξεπηδούσαν από το κεφάλι του,
όμοιο μ’ εκείνο ενός προφήτη. Αν δεν υπήρχε ο ήχος από το καμπανάκι του μικρού νεωκόρου που λες και έδιωχνε από τριγύρω τα πνεύματα,
Είναι η φιγούρα της Μαγδαληνής που, όπως λένε, έγινε εκ του φυσικού: η αγάπη, η θλίψη, οι τύψεις και η ελπίδα γελούν και
κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικραμένο στόμα της. Ο ήλιος από ψηλά χτυπούσε τώρα αλύπητα το χωριουδάκι που ήταν
περισσότερο από κάθε άλλη φορά έρημο μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ζεστού ήδη πρωινού. Της φαίνεται πως είναι ακόμη κοριτσάκι,
επάνω στο μπαλκόνι του ιερέα, μια βραδιά του Μάη. Ολόγιομο το χάλκινο φεγγάρι βγαίνει από τη θάλασσα και όλος ο κόσμος μοιάζει
να είναι από χρυσάφι και μαργαριτάρια.  Το ακορντεόν με τους παραπονιάρικους ήχους του γεμίζει την αυλή που την φωτίζει η
φωτιά από τα κιτρινόξυλα με την κοκκινωπή της λάμψη και προβάλλει επάνω στο γκρίζο του τοίχου την ευκίνητη και μελαχρινή φιγούρα
του μουζικάντη, τα βιολετί πρόσωπα των γυναικών και των αγοριών που χορεύουν χορούς της Σαρδηνίας.Οι σκιές κινούνται αλλόκοτες
πάνω στην ποδοπατημένη χλόη και στους τοίχους της εκκλησίας. Λάμπουν τα χρυσά κουμπιά, τα ασημένια σιρίτια από τις στολές,
τα τάστα του ακορντεόν. Όλα τα άλλα χάνονται μέσα στο μαργαριταρένιο μισοσκόταδο της φεγγαρόφωτης νύχτας.
Η Νοέμι δεν θυμόταν να είχε πάρει ποτέ ενεργό μέρος στο πανηγύρι, ενώ οι μεγαλύτερες αδελφές της γελούσαν και διασκέδαζαν.
Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της.
Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή.
Όλα ήταν σε τάξη εκεί μέσα: επάνω μερικά φθαρμένα παπλώματα, μεταξωτά χαλιά, μάλλινες κουβέρτες που από την πολλή χρήση είχαν πάρει το κίτρινο χρώμα του κρόκου, πιο κάτω τα ασπρόρουχα που μύριζαν κυδώνι και κάνιστρα φτιαγμένα από
ασφόδελο και βούρλα που στο κιτρινωπό τους φόντο διαγράφονταν σχέδια σε μαύρο χρώμα βάζων, ψαριών και ειδωλίων της
πρωτόγονης τέχνης της Σαρδηνίας. Τελικά το αποφάσισε και τράβηξε το γράμμα από το πάκο των χαρτιών. Ήταν λευκό ακόμα
μέσα στο λευκό φάκελο, σαν να το είχαν γράψει χθες και να μην το είχε διαβάσει κανείς. Ακόμη τα χτυπήματα αντηχούσαν
μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη,
ψηλός και χλωμός,ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών,
στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο. Μόλις είδε την Νοέμι έβγαλε το σκούφο του που άφησε τα χνάρια του
πάνω στα πυκνά του μαλλιά που χρύσιζαν και της χαμογέλασε αφήνοντας να φανούν τα όμορφα δόντια του ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη.
Του φαινόταν να αναγνωρίζει το μέρος που βρισκόταν. Να το υπόστεγο της αυλής που τόσες φορές έφερνε στο νου της η μητέρα του.
Έβαλε εκεί το ποδήλατό του και άρχισε να λύνει την βαλίτσα χτυπώντας την με ένα μαντήλι για αν διώξει τη σκόνη.
Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν
αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο,
απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο,
σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.Ένα αγόρι έπαιζε το ακορντεόν, αλλά οι πιστοί,
που μόλις είχαν βγει από την παράκληση και προετοίμαζαν το δείπνο ή έτρωγαν ήδη μέσα στις καλύβες, δεν το αποφάσιζαν ν’ αρχίσουν
το χορό. Ήταν ακόμη νωρίς στον φωτεινό ουρανό του δειλινού ξεχώριζαν τα πρώτα αστέρια και πίσω από τον πυργίσκο του μπαλκονιού το
λιόγερμα κοκκίνιζε σβήνοντας λίγο λίγο. Γαλήνη βασίλευε στο αυτοσχέδιο χωριό και οι νότες του ακορντεόν, οι φωνές και τα γέλια
μέσα στις καλύβες των προσκυνητών έμοιαζε να έρχονται από μακριά. Εδώ κι εκεί μπροστά σε μικρές φωτιές αναμμένες
κατά μήκος των  τοίχων έσκυβε η μαύρη φιγούρα καμιάς γυναίκας που μαγείρευε. Οι άντρες, που είχαν έρθει την παραμονή
για να μεταφέρουν τις οικοσκευές, είχαν κιόλας φύγει με τα κάρα και τα άλογά τους. Έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι, τα μικρά
και μερικοί έφηβοι και όλοι αυτοί, παρ’ όλο που πίστευαν πως ήταν εκεί για μετάνοια, προσπαθούσαν να διασκεδάσουν
όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ξαφνικά το σκυλί του παπά, αφού γαύγισε επάνω στο μπαλκόνι, έτρεξε αλυχτώντας έξω από την αυλή
και οι γυναίκες σταμάτησαν να πειράζονται μεταξύ τους και πήγαν να δουν. Δυο άντρες ανέβαιναν από τη δημοσιά
και ενώ ο ένας καθόταν επάνω σε μια μικρή καμήλα, ο άλλος ήταν σκυμμένος επάνω σε μια μεγάλη ακρίδα που τα φτερά της
έμοιαζε να ανεβοκατεβάζουν τα μακριά πόδια του καβαλάρη. Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε τις μυστηριώδεις μορφές τους όσο πλησίαζαν ανεβαίνοντας
Μερικές γυναίκες είχαν κιόλας μαζευτεί γύρω από τον οργανοπαίχτη, απλώνοντας τα χέρια για ν’ αρχίσουν το χορό.
Τα κουμπιά των κορσέδων τους σπίθιζαν στη λάμψη της φωτιάς, οι σκιές τους διασταυρώνονταν πάνω στο γκριζωπό έδαφος. Σιγά
σιγά μπήκαν στη σειρά πιασμένες από τα χέρια και σήκωσαν τα πόδια ξεκινώντας τα πρώτα βήματα του χορού. Ήταν όμως άκαμπτες
και δισταχτικές και έμοιαζε να υποβαστάζουν η μια την άλλη. Μια μαγική κλωστή έμοιαζε να συνδέει τις γυναίκες διεγείροντάς τες με τρόπο
κόσμιο και φλογερό. Η σειρά των γυναικών άρχισε να διπλώνεται σχηματίζοντας αργά έναν κύκλο. Κάθε τόσο μια γυναίκα έμπαινε στο χορό
έλυνε τα χέρια από δυο διπλανές και τα ένωνε με τα δικά της και έτσι μεγάλωνε η κόκκινη και μαύρη γιρλάντα πίσω από την οποία κινιόταν
το κρόσσι των σκιών. Και τα πόδια σηκώνονταν όλο και πιο γρήγορα, χτυπούσαν το ένα το άλλο και ταρακουνούσαν τη γη λες
και ήθελαν να την βγάλουν από την ακινησία της. Όλες οι γυναίκες κοίταζαν προς τα εκεί χαμογελώντας. Τα δόντια γυάλιζαν στην άκρη
από το στόμα τους. Εκείνος σηκώθηκε σαν να δραπέτευε από τη φυλακή των δυο γηραιών κυριών, αλλά όταν έφτασε στη μέση της αυλής
σταμάτησε αναποφάσιστος. Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα
παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του. Το μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από
τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος.
Δεν γνώριζε ούτε τα δέντρα ούτε τα χόρτα δεν ήξερε ότι τα ποτάμια ξεχειλίζουν την άνοιξη! Να η γραμμή σπαρμένη με ρεβίθια
που κιτρίνιζαν ήδη μέσα στον αιχμηρό τους λοβό. Να οι ντοματιές που σχηματίζουν φράχτη κατά μήκος της υγρής αυλακιάς,
να ένα χωραφάκι από νάρκισσους λες, αλλά είναι από πατάτες, να τα κρεμμυδάκια που σαλεύουν με το αεράκι σαν να είναι ασφόδελοι,
να και τα λάχανα αυλακωμένα από πράσινες, φωτεινές κάμπιες. Σύννεφα από άσπρες και κιτρινωπές πεταλούδες πέταγαν εδώ κι εκεί,
κάθονταν και μπερδεύονταν στα λουλούδια των μπιζελιών, οι ακρίδες πετιόντουσαν και ξανάπεφταν σαν να τις παρέσερνε ο αγέρας,
οι μέλισσες βούιζαν γύρω από τις ξερολιθιές και έμοιαζαν χρυσές από τη γύρη των λουλουδιών όπου κάθονταν.
Μια σειρά παπαρούνες φλέγονταν ανάμεσα στο μονότονο πράσινο του χωραφιού με τα κουκιά. Και μια βαθιά σιγαλιά όλο μυρωδιές
έπεφτε με τις σκιές από τους φράχτες, και όλα ήταν ζεστά και γεμάτα λησμονιά σ’ εκείνη τη γωνιά του κόσμου,
περιφραγμένη από τις φραγκοσυκιές σαν από τείχος βλάστησης, τόσο που ο ξένος, μόλις έφτασε μπροστά στο καλύβι έπεσε πάνω στη χλόη
και επιθυμούσε να μη συνεχίσει το ταξίδι. Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά
και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι
με μεταξωτά σκεπάσματα. Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή
και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε:
ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας,
του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής. Τους διέκριναν πράγματι από μακριά, ανάμεσα στο πράσινο των θάμνων, εκείνος ψηλός και ωχρός,
εκείνη μικρόσωμη και μελαχρινή, και οι δυο να κουβαλάνε τους κουβάδες που άστραφταν και πότε πότε χτυπούσαν ο ένας στον άλλο
και το νερό ξεχειλίζοντας ανακατευόταν και έσταζε. Φαίνεται πως τους ευχαριστούσε εκείνη η επαφή επειδή κοίταζαν τους κουβάδες και γελούσαν.
Οι ζητιάνοι σε παράταξη στις άκριες του δρόμου. Φιγούρες καθισμένες ανακούρκουδα, ωχρόφαιες και μαβιές, μερικές με φοβερά μάτια λευκά,
άλλες με κόκκινες πληγές και μελανά αποστήματα, με γυμνά τα στήθη σαν γδαρμένα, με τα μπράτσα και τα ψαχουλευτά δάχτυλα μαυρισμένα
σαν καμένα κλαδιά, διαγράφονταν μεταξύ των  θάμνων με φόντο τη γαλάζια και λευκή γραμμή του ορίζοντα. Πέρα όμως, μακριά,
το μάτι ξάνοιγε στο πράσινο και οι ομάδες των αλόγων και των πουλαριών έδιναν μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στο τοπίο.
Ο ήχος του ακορντεόν έφτανε μέχρι εκεί πάνω. Η μουσική, χαρούμενη και αισθησιακή, καλούσε στο χορό, μερικές φορές όμως άλλαζε στο παράπονο,
σαν να την κούραζε η χαρά, σαν να ανακαλούσε με νοσταλγία την απόλαυση που περνά και να θρηνούσε για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων.
Τότε  και τα μελαγχολικά μάτια των φοράδων ακόμη έμοιαζε να τα πλημμυρίζει μια νοσταλγική γλυκύτητα.



 

 

 

Re: Java applet Greek translation
User: SteliosK
Date: 9/27/2009 1:40 am
Views: 49
Rating: 0

I think "el" is better. It referes to the language which is spoken both in Greece and Cyprus. The domain represents the country.

At the bottom of the message i am attaching the first 250+ lines of Greek text taken from project Gutenberg.

The book is actually a translation from "reeds in the wind" but its one of the few i found that are written in modern language. Most of the other texts are ancient tragedies and comedies (and although interesting to read) don't make a good source for material.

The source of the text is http://www.gutenberg.org/files/28658/28658-0.txt

I am not 100% sure that this is the best input we could use, but it's a start.
I was thinking of adding a few more lines containing all the numbers and a few "command and control" words "up, down left right" etc

This could help if we decide to get a Greek version of the examples and a howto. Do you think it's need it at this stage ?

Also, from a previus project, i have a database of 500.000+ Greek words.
This are words collected from varius sources, the internet mainly,lexicons etc and were used for the research on wifi security i did.
Would creating a document, made of random words chosen from the database and the released as GPL cover the legal aspects required by VoxForge ?

P.S looks like the text is too big to upload to the forum. I get errors

How should i send it ? email/ftp ?

Re: Java applet Greek translation
User: SteliosK
Date: 9/27/2009 3:20 am
Views: 3
Rating: 0

After checking the text in the uploaded message, it looks ok.
You can added it to the java applet sources of text

One thing i noticed though is that all of the changes i did to the Greek webpage yesterday are gone and the "default" English is back.

Any ideas ?

Re: Java applet Greek translation
User: kmaclean
Date: 9/27/2009 10:22 am
Views: 16
Rating: 0

> all of the changes i did to the Greek webpage yesterday are gone and

>the "default" English is back.

See FAQ entry: Editing Content with WebGUI:

The main thing to remember when editing content, is that WebGUI creates a "version tag" that keeps track of all your edits [...]  To publish your changes so that everyone can see them, you need to "commit" your version tag.

[...]

To commit content click the "Version Tags" category in the admin menu, select "commit my version" - if you click this, then the content you edited will become visible to everyone.  No content changes are visible until you commit the version tag!

If you log out and log back in without committing the changes you've made, then your changes will not be displayed, and the things you edited will be locked (the padlock icon appears).  You need to select the version tag that you created in your previous session to make it active.  To do this, click the "Version Tags" category in the admin menu, and click your version tag. 

Ken

 

Re: Java applet Greek translation
User: kmaclean
Date: 9/27/2009 9:47 pm
Views: 7
Rating: 0

>You can added it to the java applet sources of text

done.

Please review the updated Greek Speech Submission applet, and let me know if there are any changes. 

If everything is OK, I will update the other languages with the new version of the applet (r0_1_7).

thanks,

Ken

P.S. you might also want to translate the Greek endpage... that's the page that users are sent to after they submit some speech - the link is on the Read page (only visible if you have edit privileges on the read page).

Re: Java applet Greek translation
User: SteliosK
Date: 9/28/2009 3:39 am
Views: 37
Rating: 0

The applet looks OK, there a few minor issues

1) Please change the

stopButton = "Στόπ"; label to

stopButton = "Διακοπή";

 

2)It looks like that the applet for some reason cuts the first word of every centense.
I have a capture screen here http://twitxl.com/aaaaqo of what gets displayed.

The text is from lines 83 to 92 of the Greek texts and if you notice you will see that although its displaying consecutive lines the first word is missing in the applet and in some cases more words.

I am not sure if this is a problem or not but it looked strange and it gets the centenses a bit out of place when someone is reading them.

I have uploaded a test recording. Could you please check if the levels,background noice etc are ok ?

Also one thing that came to my mind is how the Greek submissions are going to be checked that they contain "valid" data ?

i.e the speaker says what's in the text supplied by the applet, sound/background noice lvls are ok etc.

I will get the submition exit page translated sometime today and post it on the site

Re: Java applet Greek translation
User: kmaclean
Date: 9/28/2009 10:30 am
Views: 76
Rating: 0

>Please change the stopButton [...]

Done

>2)It looks like that the applet for some reason cuts the first word of every

>centense.

Fixed. 

Dumb mistake on my part - the speech submission applet can use prompts with promptIDs as the first word, or it can generate promptID automatically, if I supply the correct suffix - I forgot to assign the suffix, so then the applet used the first word of each line as the prompt ID.  Makes for interesting file names for each audo file...

>I have uploaded a test recording. Could you please check if the

>levels,background noice etc are ok ?

They seem OK.

>how the Greek submissions are going to be checked that they contain

>"valid" data ?

That is why I create links to the audio in Listen forums... so users can listen to the audio and tell me if the audio is OK

There is no automated way of doing these checks... yet (we do some rudimentary testing in English, using very small acoustic models, but it only catches where there is a large variance from the text to the audio).

>I will get the submition exit page translated sometime today and post it

>on the site

thank you for all your help on this!

In addition, please recheck the applet and submit another set of recordings to make sure everything is working OK.

thanks,

Ken

Previous